Ισθμός Κορίνθου
Ισθμός Κορίνθου
Ο Ισθμός αποτελεί από την αρχαιότητα το
κατεξοχήν στρατηγικό σημείο του ελλαδικού χώρου κι ένα από τα
σημαντικότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Η διάνοιξή του αποτέλεσε από
την αρχαιότητα μείζον θέμα καθώς η δημιουργία της διώρυγας θα έλυνε
πολλά προβλήματα και θα διευκόλυνε τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο.
Έτσι, πρώτος συνέλαβε το έργο της διάνοιξης του Ισθμού ο τύραννος της
Κορίνθου Περίανδρος, περί το 602 π.Χ., ο οποίος τελικά αρκέστηκε στη
δημιουργία της διόλκου, αφού κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της
εποχής δεν τον άφησαν να υλοποιήσει το όραμά του.
Εν συνεχεία ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Καλιγούλας
και ο Νέρων διαδοχικά μελέτησαν και επιχείρησαν τη διάνοιξη, όμως χωρίς
επιτυχία. Μάλιστα ο τελευταίος, κατά το 67 μ.Χ., άρχισε εργασίες
εκσκαφής χρησιμοποιώντας χιλιάδες εργάτες και προχωρώντας σε μήκος
3.300 μέτρων.
Ο Ηρώδης ο Αττικός, οι Βυζαντινοί στη συνέχεια και οι Ενετοί τέλος ήταν
οι "διάδοχοι" του Νέρωνα στο όραμα της διάνοιξης του Ισθμού, αφού
επιχείρησαν με τη σειρά τους το μεγαλόπνοο έργο, αλλά εγκατέλειψαν την
προσπάθεια για διάφορους λόγους.
Τελικά, μετά την Τουρκοκρατία το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εξέτασε
σοβαρά την περίπτωση της διάνοιξης και πάλι. Το 1852 ο Λ. Λυγούνης, ο
οποίος είχε διατελέσει διευθυντής των έργων του Νείλου, επεξεργάστηκε
σχέδιο τομής του Ισθμού και κατέθεσε την πρότασή του στην Ελληνική
Κυβέρνηση, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ο Γάλλος μηχανικός Grimant De Caux
κατέθεσε τις δικές του προτάσεις στην ελληνική βουλή. Αμφότερες όμως,
κρίθηκαν από το ελληνικό κράτος ανεδαφικές.
Όταν, όμως, το 1869 πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ,
η τότε Κυβέρνηση του Θρ. Ζαΐμη έλαβε επιτέλους την απόφαση τομής του
Ισθμού κι ένα χρόνο αργότερα υπέγραψε σχετική σύμβαση με Γάλλους
μηχανικούς, η οποία ωστόσο δεν είχε τύχη, ατόνησε και έτσι το 1881 το
έργο κατακυρώθηκε στο στρατηγό Στέφανο Τυρρ μαζί με το προνόμιο
εκμετάλλευσης της γέφυρας για 99 χρόνια. Η Διώρυγα της Κορίνθου
αποτελεί διεθνή κόμβο θαλάσσιων συγκοινωνιών και εξυπηρετεί πλοία όλων
των εθνικοτήτων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε χρόνο περνούν τη διώρυγα 12.000 πλοία 50 και πλέον διαφορετικών εθνικοτήτων.